Σύμβολα δήλωσης προφοράς
Πιο κάτω παραθέτουμε τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται στην παρούσα εργασία για την κατά το δυνατόν ακριβέστερη απεικόνιση της προφοράς του Ιμβριακού Ιδιώματος. Αυτά, μαζί με παραδείγματα τόσο από την Νεοελληνική Κοινή όσο και από άλλες γλώσσες για την πληρέστερη κατανόησή τους, είναι τα εξής1:
|
1. Εισαγωγή
Σκοπός της παρούσης ανακοίνωσης είναι η εξέταση και παρουσίαση των αρχαϊκών στοιχείων που απαντούν στο γλωσσικό ιδίωμα της Ίμβρου. Το Ιμβριακό Ιδίωμα 2 (στο εξής: Ι.Ι.) αποτελεί μέρος των Νεοελληνικών (στο εξής: ΝΕ) ιδιωμάτων 3 και πιο συγκεκριμένα των βορείων 4, σύμφωνα με την γεωγραφική κατάταξη που προτάθηκε από τον Χατζιδάκι 5 βάσει της διαφορετικής εξέλιξης και πορείας των ατόνων φωνηέντων: /e/ (ε, αι), /i/ (ι, η, υ, ει, οι), /ο/ (ο, ω) και /u/(ου).
Τα γλωσσικά στοιχεία που αποτελούν το Ι.Ι., καθώς και το σύνολο των ΝΕ ιδιωμάτων, δύνανται να διακριθούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες:
- Στοιχεία όμοια με αυτά της Νεοελληνικής Κοινής (στο εξής: ΝΕ.Κ.), τα οποία, με τις αυτονόητες διαφοροποιήσεις και αλλοιώσεις που επήλθαν στην προφορά τους ως συνέπεια εφαρμογής γλωσσικών νόμων, αποτελούν τον βασικό κορμό του Ι.Ι. τοποθετώντας αυτό μαζί με τα υπόλοιπα ΝΕ ιδιώματα στους κόλπους της ενιαίας και ομοιογενούς ιστορικής και γλωσσικής παρακαταθήκης της ΝΕ.Κ. και
- Στοιχεία διαλεκτικά, ιδιωματικά, τα οποία, λειτουργώντας ως μανδύας επί του βασικού κορμού του Ι.Ι., επενδύουν αυτόν γλωσσικά χαρακτηρίζοντας και χρωματίζοντας καίρια το εν λόγω ιδίωμα και επιτυγχάνοντας με αυτόν τον τρόπο την διαφοροποίησή του τόσο από τα υπόλοιπα ιδιώματα, όσο και από την ΝΕ.Κ., εξασφαλίζοντάς του έτσι μία ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της γλώσσας μας.
Η σημασία και των δύο στοιχείων για το Ι.Ι. είναι εμφανής: τα πρώτα ενώνουν, συνδέουν, καταδεικνύουν τους πάσης λογής δεσμούς που υφίστανται μεταξύ του ιδιώματος αυτού και της Νέας Ελληνικής (στο εξής: Ν.Ε.), ενώ τα δεύτερα διακρίνουν, διαχωρίζουν αυτό, προσδίδοντάς του την ιδιαίτερη φυσιογνωμία που το χαρακτηρίζει.
Τα διαλεκτικά, διαφοροποιητικά αυτά στοιχεία, τα επονομαζόμενα και ως «γλώσσαι» 6 , με την έννοια ότι πρόκειται για λέξεις άγνωστες στους πολλούς, οι οποίες χρήζουν εξηγήσεως και ερμηνείας, μπορούν με την σειρά τους να διακριθούν, ως προς την προέλευσή τους σε τουρκικά, μεσαιωνικά, λατινογενή ή τέλος αρχαία ελληνικά (στο εξής: Α.Ε.).
Το Ι.Ι., παρόλη την μακραίωνη ιστορία του, αποδείχθηκε ιδιαίτερα συντηρητικό καθώς διατήρησε πλήθος αρχαϊκών στοιχείων, αντιπροσωπευτικό δείγμα των οποίων θα εξετάσουμε εφεξής.
2. Κύριο Μέρος
2.1. ΜΟΡΦΟ-ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ 7
Στο επίπεδο αυτό θα αναφερθούμε στα κυριότερα αρχαϊκά μορφήματα 8 ελάχιστες σημασιολογικές μονάδες , τα οποία διατηρήθηκαν είτε αυτούσια, αναλλοίωτα είτε μερικώς διαφοροποιημένα εξαιτίας ορισμένων αλλοιώσεων 9 που οφείλονται σε φωνολογικές μεταβολές, μεταβολές δηλ. των φωνημάτων 10 μέσω των οποίων αντιπροσωπεύονται τα μορφήματα.
2.1.1. Μορφήματα αναλλοίωτα
1. Διατήρηση της ετυμολογικώς ορθότερης άσιγμης αρχαϊκής κατάληξης διαφόρων επιρρημάτων επί των οποίων στην ΝΕ.Κ. προσετέθη το καταληκτικό ς 11.
Α.Ε. | Ι.Ι. | ΝΕ.Κ |
οψέ | ψέ | εψές |
κιόλα (<και όλα) | κιόλα | κιόλας |
2. Διατήρηση των Α.Ε. ρηματικών καταλήξεων /-as, -a/ <-ας, α> και /-is, -i/ <-εις, -ει> στο β΄και γ΄ενικό Παρατατικού των περισπωμένων (παλαιών συνηρημένων) ρημάτων σε άω και έω αντιστοίχως, κατά την κλήση ρημάτων Α.Ε. ή μη προελεύσεως 12.
Α.Ε. | Ι.Ι. | ΝΕ.Κ. |
εγέλας, εγέλα | γέλας, γέλα | γελούσες, γελούσε |
ετρύπας, ετρύπα | τρύπας, τρύπα | τρυπούσες, τρυπούσε |
– | γύρνας, γύρνα | γυρνούσες, γυρνούσε |
ηυπόρεις, ηυπόρει | μπόρεις, μπόρει | μπορούσες, μπορούσε |
3. Διατήρηση περιστασιακά της έρρινης Α.Ε. ονοματικής κατάληξης /-n/ <-ν> στην Αιτιατική Ενικού των τρικατάληκτων (παλαιών δευτεροκλίτων) αρσενικών ουσιαστικών σε /-os/ <-ος> 13.
Α.Ε. | Ι.Ι. | ΝΕ.Κ. |
λόγον | λόγου(ν) | λόγο |
κόπον | κόπου(ν) | κόπο |
2.1.2. Μορφήματα διαφοροποιημένα
1. Διατήρηση της Α.Ε. ρηματικής κατάληξης /-pto/ <-πτω> υπό την μορφή /-ftu/ <-φτου>, κατόπιν ανομοίωσης του άηχου κλειστού συμφώνου /p/ <π> εμπρός από το επίσης άηχο κλειστό/t/ <τ>, με τροπή αυτού στο αντίστοιχο άηχο διαρκές /f/ <φ> και κώφωσης του ατόνου /-ο/ <-ω> σε /-u/ <-ου> 14.
Α.Ε. | Ι.Ι. | ΝΕ.Κ |
κόπτω | κόφτου | κόβω |
θάπτω | θάφτου | θάβω |
2. Διατήρηση της Α.Ε. ρηματικής κατάληξης /-so/ <-σσω> υπό την μορφή /-su/ <-σσου>, κατόπιν κώφωσης του ατόνου /-ο/ <-ω> σε /-u/ <-ου> 15.
Α.Ε. | Ι.Ι. | ΝΕ.Κ. |
διατάσσω | διατάσσου | διατάζω |
φράσσω | φράσσου | φράζω |
πλάσσω | πλάσσου | πλάθω |
φυλάσσω | φλάσσου | φυλά(γ)ω |
3. Διατήρηση της Α.Ε. μεσο-παθητικής κατάληξης μετοχών /-umenos/ <-ούμενος> υπό την μορφή /-uminus/ <-ούμινους>, κατόπιν κώφωσης των ατόνων /e/ <ε> και /ο/ <ο> σε /i/ <ι> και/u/ <ου> αντιστοίχως, κατ΄ αναλογία προς τις μετοχές των συνηρημένων ρημάτων σε έω της Α.Ε 16.
Α.Ε. | Ι.Ι. | ΝΕ.Κ. |
ποιούμενος, καλούμενος,ζητούμενος, κ.λπ. | χρειαζούμινους | χρειαζόμενος |
βρισκούμινους | (ευ)βρισκόμενος |
4. Διατήρηση της άσιγμης Α.Ε. ενεργητικής κατάληξης μετοχών στην Αιτιατική Ενικού του αρσενικού γένους /-oda/ <-οντα> και /-όda/ <-ώντα> υπό την μορφή /-uda/ <-ουντα> και /-όda/ <-ώντα> αντιστοίχως, κατόπιν κώφωσης του ατόνου /ο/ <ο> σε /u/ <ου> 17.
Α.Ε. | Ι.Ι. | ΝΕ.Κ. |
γράφοντα (τον) | γράφουντα | γράφοντας |
παίζοντα (τον) | παίζουντα | παίζοντας |
γελωντα (τον) | γιλώντα | γελώντας |
πηδωντα (τον) | πδώντα | πηδώντας |
5. Διατήρηση της Α.Ε. υποκοριστικής κατάληξης /-ion/ <-ιον> υπό την μορφή /-í/ <-ί> ή /0/, κατόπιν αποβολής του ατόνου /i/ <i> κατά την παραγωγή υποκοριστικών από λέξεις Α.Ε. ή μη προελεύσεως 18.
Α.Ε. | Ι.Ι. | ΝΕ.Κ. |
κτένιον | χτινί | χτενάκι |
– | τσαντί ( < τουρ. çanta) | τσαντάκι, τσαντούλα |
– | πουρτί ( < λατ. porta) | πορτάκι, πορτίτσα, πορτούλα |
– | Φουστήρι | Φωστηρούλα |
6. Διατήρηση της Α.Ε. ρηματικής κατάληξης β΄πληθυντικού Παρατατικού και Αορίστου β΄ενεργητικής φωνής /-ete/ <-ετε> υπό την μορφή ./-iti/ <-ιτι>, κατόπιν κώφωσης των ατόνων /e/ <ε> σε /i/ <ι> 19.
Α.Ε. | Ι.Ι. | ΝΕ.Κ. |
είχετε | είχιτι | είχατε |
εφάγετε | φάγιτι | φάγατε |
επίετε | πιήκιτι | πιήκατε, ήπιατε |
7. Διατήρηση της Α.Ε. ρηματικής κατάληξης Ενεστώτα ενεργητικής φωνής /-ίο/ <-ύω> υπό την μορφή /-iό/ <-υώ>, κατόπιν συνίζησης του /i/ <υ> προς το ακόλουθο /-ο/ <-ω> 20.
A.E. | I.I. | NE.K. |
λύω | λυώ | λύνω |
ξύω | ξ^υώ | ξύνω |
πτύω | φτώ | φτύνω |
8. Διατήρηση της Α.Ε. ονοματικής παραγωγικής κατάληξης /-όtis/ <-ότης> υπό την μορφή /-όt΄/ <-ότ>, κατόπιν αποβολής του ατόνου /i/ <η> και σίγησης του ληκτικού /-ς/ <-ς> 21.
Α.Ε. | Ι.Ι. | ΝΕ.Κ. |
– | ασπριότη ( < λατ. asper) | ασπράδα |
υγρότης | γριότη | υγρότητα |
σκληρότης | σκληριότη | σκληρότητα, σκληράδα |
ΠΙΝΑΚΕΣ ΜΟΡΦΟΦΩΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ
ΜΟΡΦΗΜΑΤΑ ΑΝΑΛΛΟΙΩΤΑ | |||
ΜΟΡΦΗΜΑΤΑ | ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ | ||
Α.Ε. | Ι.Ι. | ΝΕ.Κ. | |
άσιγμη κατάληξη | κιόλα | κιόλα | κιόλας |
/-as,-a/, /-is,-i/ | γέλα | γέλα | γελούσε |
τελικό /-n/ <-ν> | λόγον | λόγου(ν) | λόγο |
ΜΟΡΦΗΜΑΤΑ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΜΕΝΑ | ||||
ΜΟΡΦΗΜΑΤΑ | ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ | |||
Ι.Ι. | ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ | Α.Ε. | Ι.Ι. | ΝΕ.Κ. |
/-ftu/ <-φτου> | /-pto/ <-πτω> | θάπτω | θάφτου | θάβω |
/-su/ <-σσου> | /-so/ <-σσω> | φράσσω | φράσσου | φράζω |
/-uminus/<-ούμινους> | /-umenos/<-ούμενος> | ποιούμενος, κ.λπ. | βρισκούμινους | (ευ)βρισκό-μενος |
/-uda/ <-ουντα>/-όda/ <-ώντα> | /-oda/ <-οντα>/-όda/ <-ώντα> | γράφοντα (τον)γελωντα (τον) | γράφουνταγιλώντα | γράφονταςγελώντας |
/-í/ <-ί> | /-ίon/ <-ίον> | κτένιον- | χτινίΦουστήρι | χτενάκιΦωστηρούλα |
/-iti/ <-ιτι> | /-ete/ <-ετε> | είχετε | είχιτι | είχατε |
/-iό/ <-υώ> | /-ύο/ <-ύω> | λύω | λυώ | λύνω |
/-όt/ <-ότ> | /-όtis/ <-ότης> | σκληρότης | σκληριότη | σκληρότητα |
2.2. ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ\ 22
Στο επίπεδο αυτό θα εξετάσουμε έναν σημαντικό αριθμό λέξεων 23 που προέρχονται από την Α.Ε. Αναλόγως του είδους της προέλευσής τους μπορούν να διακριθούν σε άμεσες ή έμμεσες. Με τον όρο άμεσες νοούνται οι λέξεις του Ι.Ι. οι οποίες, με ορισμένες φωνολογικές ή/και σημασιολογικές διαφοροποιήσεις, απαντούν αυτούσιες στην Α.Ε. προερχόμενες έτσι άμεσα από αυτήν, ενώ με τον όρο έμμεσες νοούνται λέξεις του Ι.Ι. οι οποίες δεν απαντούν αυτούσιες στην Α.Ε., αλλά που προέρχονται κατά τρόπο έμμεσο από Α.Ε. στοιχεία.
Με την σειρά τους οι έμμεσες αυτές λεξικές μονάδες του Ι.Ι. κατηγοριοποιούνται σε λέξεις πλήρους ή μερικής Α.Ε. προέλευσης. Λέξεις πλήρους ή ολικής Α.Ε. προέλευσης είναι αυτές των οποίων όλα τα στοιχεία προέρχονται από την Α.Ε. ενώ αντιστοίχως μερικής ή τμηματικής Α.Ε. προέλευσης είναι οι λέξεις (σύνθετες ή παράγωγες)των οποίων το σύνολο των στοιχείων δεν προέρχονται από την Α.Ε. αλλά μόνο ένα μέρος, ένα τμήμα αυτών, αντλώντας έτσι στοιχεία και από άλλες γλώσσες και μάλιστα την Τουρκική 24.
ΣΧΗΜΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΤΟΥ Ι.Ι. ΜΕ Α.Ε. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ
2.2.1. Λέξεις άμεσης Α.Ε. προέλευσης
1. ΡΗΜΑΤΑ
αλάζουμι [ < αρχ. ελαύνω ] 1.κωπηλατώ, 2.κάνω βόλτα.
ανιρρφώ [ < αρχ. αναρροφέω-ω ] αναρουφώ, ξανακαταπίνω.
ανουρταλίζου [ < αρχ. ανορταλίζω ] αναφτερουγίζω, χτυπώ τις φτερούγες μου.
απουδέρνου [ < αρχ. αποδέρω “χτυπώ γδέρνω εντελώς” ] χτυπώ δυνατά.
απουκλειώ [ < αρχ. αποκλείω ] αποκλείω.
αρίζου [ < αρχ. ερίζω ] φιλονεικώ, διαπληκτίζομαι.
αρλυέμι [ < αρχ. ωρύομαι ] ουρλιάζω.
βαγγιλίζου [ < αρχ. ευαγγελίζομαι “φέρω καλές ειδήσεις” ] διαβάζω, φυλάσσω το Ευαγγέλιο.
γανώνου [ < αρχ. γανόω-ω ] γυαλίζω χάλκινα σκεύη.
γηρώ [ < αρχ. γηράω-ω ] γερνώ.
γραίνου [ < αρχ. υγραίνω ] μουσκεύω.
δαμάζου [ < αρχ. δαμάζω ] χτυπώ βίαια.
διαλλάσσου [ < αρχ. διαλλάσσω “συνδιαλλάσσομαι” ] διαβαίνω, περνώ.
διαμιτρώ [ < αρχ. διαμετρω ] (κατά)μετρώ.
διχώ [ < αρχ. διχάζω “διαιρώ” ] εμποδίζω.
ζγκιρνώ [ < αρχ. συγκεράννυμι ] αναμειγνύω (ζεστό και κρύο νερό).
ζγκλαίγου [ < αρχ. συγκλαίω ] συλλυπούμαι.
ζγκουλλιέμι [ < αρχ. συγκολλάομαι ωμαι ] εξαρτώμαι από κάποιον.
κ^τιάζου [ < αρχ. κοιτάζω ] 1.βάζω στο κρεβάτι, 2.πάω στο κρεβάτι.
καταπουνώ [ < αρχ. καταπονέω-ω ] καταβάλλω, κουράζω, καταπονώ.
λ^γουρώ [ < αρχ. ολιγορέω-ω “παραμελώ” ] μου λείπει πολύ (κάποιος), λιμπίζομαι, λαχταρώ.
λαλώ [ < αρχ. λαλέω-ω ] φωνάζω, μιλώ δυνατά.
λέχου [ < αρχ. ελέγχω ] ελέγχω.
λιέμι [ < αρχ. αλάομαι ωμαι ] περιπλανιέμαι, γυρίζω άσκοπα.
μαστίζου [ < αρχ. μαστίζω “μαστιγώνω, δέρνω” ] βασανίζω, ταλαιπορώ.
μέχουμι [ < αρχ. μάχομαι ] διάκειμαι εχθρικώς.
μιγαλύνου [ < αρχ. μεγαλύνω ] μεγαλώνω (αμετβ. μτβ.).
μιταδένου [ < αρχ. μεταδέω “δένω διαφορετικά” ] λύνω ένα ζώο από ένα μέρος και το δένω σε ένα άλλο.
μιταλλάσσου [ < αρχ. μεταλλάσσω ] αλλάζω, εναλλάσσω.
μιτέχου [ < αρχ. μετέχω “συμμετέχω” ] (επί συζύγων) συνουσιάζομαι.
μουλουγώ [ < αρχ. ομολογω “συμφωνώ” ] μιλώ.
νίφτου [ < αρχ. νίπτω ] πλένω.
νουγώ [ < αρχ. νοέω-ω ] κατανοώ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι.
ξ^πώ [ < αρχ. εκσυσπάω-ω ] ξαφνιάζομαι, τρομάζω.
ξανιστήνου [ < αρχ. εξανίστημι “ανεγείρω” ] ανασταίνω.
ξιμαργώνου [ < αρχ. εκμαργόω ω “τρελαίνω” ] αναζωογονώ κάποιον που παραλίγο να παγώσει.
ξιπαίρνουμι [ < αρχ.εξεπαίρω “διεγείρω” ] γίνομαι ψηλομύτης.
ξιτσλώ [ < αρχ. εκτιλάω ω ] εκκρίνω περιττώματα.
ξ^υώ [ < αρχ. ξύω ] ξύνω.
παραθέτου [ < αρχ. παρατίθημι “βάζω δίπλα” ] μαζεύω προς φύλαξη.
παραμένου [ < αρχ. παραμένω “μένω κοντά” ] ξαγρυπνώ στο πλευρό κάποιου.
παρμέγου [ < αρχ. απαμέλγω “βυζαίνω” ] σταματώ το άρμεγμα.
πικαθιρίζου [ < αρχ. αποκαθαίρω ] καθαρίζω.
πισ^φίγγουμ [ < αρχ. aποσφίγγω “συσφίγγω” ] σταματώ να σφίγγω, χαλαρώνω.
πιτρίβου [ < αρχ. αποτρίβω “καθαρίζω διά τριβής” ] σταματώ να τρίβω.
προυσάφτου [ < αρχ. προσάπτω “προσθέτω” ] ανάβω φωτιά με προσάναμμα.
ριγώ [ < αρχ. ριγόω-ω ] κρυώνω, ριγώ.
σ^ναλλάσσου [ < αρχ. συναλλάσσω ] αλλάζω.
φτώ [ < αρχ. πτύω ] φτύνω.
χριώ [ < αρχ. χρίω ] ασβεστώνω, ασπρίζω, αλείφω.
2. ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ
αγριά [ < αρχ. αγριάς ] αγριάδα, είδος αγριόχορτου.
Αγρίδια [ < αρχ. αγρίδιον “μικρός αγρός” ] τοπωνύμιο.
άδραχτους [ < αρχ. άτρακτος ] αδράχτι.
ακόν^,το [ < αρχ. ακόνη ] ακόνη.
άναψ^ [ < αρχ. άναψις “άναμμα” ] 1.ζέστη, 2.δίψα.
απίλουγους [ < αρχ. απόλογος “διήγηση” ] τελευταία λέξη του ετοιμοθάνατου.
αφουδιά [ < αρχ. άφοδος,η ] έκκριμα, περίττωμα.
βνί [ < αρχ. βουνός ] βουνό.
βαλάν^ [ < αρχ. βάλανος ] βελανίδι.
γουνιά [ < αρχ. γωνία ] εστία, τζάκι.
γριότη [ < αρχ. υγρότης ] υγρότητα, υγρασία.
δαμάλα [ < αρχ. δάμαλις ] μικρή αγελάδα που δεν γέννησε ακόμη.
δρόλ^πας [ < αρχ. υδρολαίλαψ “ανεμοθύελλα” ] ψιλή βροχούλα.
ζ^γός [ < αρχ. ζυγός ] μακρύ ξύλο του αλετριού που μπαίνει στον σβέρκο των βοδιών.
θέρους [ < αρχ. θέρος ] θέρισμα.
ίδρους [ < αρχ. ιδρώς ] ιδρώτας.
κ^νό [ < αρχ. κοινόν ] κοινότητα.
καταρράχτς [ < αρχ. καταρράκτης ] καταπακτή.
κατέβασ^ [ < αρχ. κατάβασις ] 1.κάθοδος, 2.καταρροή.
κουμμός [ < αρχ. κομμός “χτύπημα” ] εξάντληση.
κρυφτής [ < αρχ. κρύπτη ] κρυφτό.
λ^για [ < αρχ. λύγος,η ] λυγαριά.
λούβα [ < αρχ. λώβη ] λέπρα.
μκριότη [ < αρχ. μικρότης ] μικρότητα.
μναίου [ < αρχ. μηνιαίος ] μηνιάτικο.
νάμα [ < αρχ. νάμα “τρεχούμενο νερό” ] κρασί θείας κοινωνίας.
ξόγανου [ < αρχ. ξόανον ] (ειρων.) βλάκας, γελοίος.
όμπυους [ < αρχ. έμπυος “ο έχων πύον” ] πύον.
ούγια [ < αρχ. ώα “περιθώριο” ] άκρη υφάσματος.
ουρτιά [ < αρχ. ορθή ] η “καλή”, μπροστινή πλευρά υφάσματος.
παίδους [ < αρχ. παίς ] νεαρός.
παλιότη [ < αρχ. παλαιότης ] παλαιότητα.
παραστατό [ < αρχ. παραστάτης “ο στεκόμενος κοντά σε κάποιον” ] παραστάδα πόρτας.
ρίγους [ < αρχ. ρίγους ] ανατριχίλα.
σεύκλου [ < αρχ. σεύτλον ] σέσκουλο.
σ^τιά [ < αρχ. εστία ] εστία, τζάκι.
σ^τίμα [ < αρχ. στίγμα ] λεκές, κυλίδα.
σφουγγούνα [ < αρχ. σπογγιά ] πνεύμονας.
ταγή [ < αρχ. ταγή “διευθέτηση” ] ζωοτροφές.
τέκνου [ < αρχ. τέκνον ] παιδί.
τρόχαλους [ < αρχ. τροχαλός “στρογγυλός” ] ξερολιθιά.
φλιά [ < αρχ. φιλία ] 1.φιλία, 2.φιλοδώρημα.
φάλ^ [ < αρχ. ομφαλός “κεντρικό σημείο” ] καταπακτή.
φθίσ^ [ < αρχ. φθίσις ] φυματίωση.
χλιάρι [ < αρχ. κοχλίας ] 1.κουτάλι, 2.(μτφρ. ειρων.) κουτσομπόλης.
χ^μάδέλ^ [ < αρχ. χειμάδιον ] μικρό μέρος για ξεχειμώνιασμα.
χιουνιάς [ < αρχ. χιών “χειμώνας” ] καιρός που χαρακτηρίζεται από δριμύ ψύχος.
ψαθί [ < αρχ. ψίαθος ] μικρή ψάθα.
3. ΕΠΙΘΕΤΑ
άκρατους [ < αρχ. άκρατος ] γνήσιος
αλλόφλους [ < αρχ. αλλόφυλος “ξένος” ] Διάβολος, Αντίχριστος.
αν^φέλ^τους [ < αρχ. ανωφέλητος “άχρηστος” ] 1.αδύναμος, 2.άτακτος.
άπυρους [ < αρχ. άπυρος ] άβραστος.
αχείμαστους [ < αρχ. αχείμαστος “ο άνευ τρικυμιών” ] ο άνευ χιονοπτώσεων.
βλάσ^τμους [ < αρχ. βλάσφημος ] υβριστής.
γρός [ < αρχ. υγρός ] βρεγμένος.
μανός [ < αρχ. μανός ] χαλαρός, πλαδαρός.
μιλιχόν^ς [ < αρχ. μελάγχολος “ο πάσχων από ίκτερο” ] φιλάσθενος.
παράβατους [ < αρχ. παραβάτης ] άτακτος.
παραβλιπός [ < αρχ. παραβλώψ ] αλλοίθωρος.
σκατουφάς [ < αρχ. σκατοφάγος ] (μτφρ. υβρ.) ευτελής άνθρωπος.
τιμκός [ < αρχ. τιμητικός “ο εκτιμών την αξία κάποιου πράγματος” ] αξιοσέβαστος.
ψ^ιακός [ < αρχ. ψίαξ “σταγόνα” ] πολύ πικρός.
2.2.2. Λέξεις έμμεσης Α.Ε. προέλευσης
Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω (κεφ.: 2.2.) οι έμμεσες λέξεις διακρίνονται περαιτέρω σε λέξεις πλήρους ή ολικής και μερικής ή τμηματικής Α.Ε. προέλευσης. Τις κατηγορίες αυτές, εκ των οποίων η δεύτερη εμφανίζει τα λιγότερα παραδείγματα, θα εξετάσουμε εξεξής.
2.2.2.1. Έμμεσες λέξεις πλήρους (ή ολικής) Α.Ε. προέλευσης
1. ΡΗΜΑΤΑ
αγκουνιάζου [ < αρχ. αγκών ] ευθυγραμμίζω μία γωνία.
αγναδεύου [ < αρχ. τα εναντία ] παρατηρώ από μακριά.
αγριουνουμώ [ < αρχ. άγριος + αρχ. -νόμος ] φοβερίζω.
βλαστουλουγώ [ < αρχ. βλαστός + αρχ. -λογω ] κόβω τα βλαστάρια.
γαμπρίζου [ < αρχ. γαμβρός ] ερωτοτροπώ, φλερτάρω.
δρασκιλώ [ < αρχ. διά + αρχ. σκέλος ] υπερπηδώ.
δρουχύνουμ [ < αρχ. ύδωρ + αρχ. χέω ] καταϊδρώνω.
ζλουπατώ [ < αρχ. διυλίζω + αρχ. πατέω ω ] τσαλαπατώ.
θρουνιάζουμ [ < αρχ. θρόνος ] 1.κάθομαι άνετα, 2.(μτφρ. ειρων.) πηγαίνω κάπου απρόσκλητος.
κκκίζου [ < αρχ. κόκκος ] σπείρω φασόλια, ρεβίθια, κ.λπ.
κ^ναχώνουμ [ < αρχ. κυνάγχη “είδος θανατηφόρας αρρώστιας των σκύλων” ] συναχώνομαι.
καθουγδεύου [ < αρχ. κατά + αρχ. οδηγέω ώ ] συμβουλεύω.
καρδαρίζου [ < αρχ. κάδος ] (επί ύδατος) κοχλάζω.
καταχιρίζου [ < αρχ. κατά + αρχ. χείρ ] ξεκινώ κάτι.
λαγουπίνου [ < αρχ. λαγός + αρχ. πίνω ] πίνω μικρές ποσότητες σαν λαγός.
λιανουτραγδώ [ < αρχ. λείος + αρχ. τραγωδέω ώ ] σιγοτραγουδώ.
μαραγκιάζου [ < αρχ. μαραίνω ] (επί φυτού) μαραίνομαι.
ματουχώνουμ [ < αρχ. αίμα + αρχ. χώννυμι ] χώνομαι στο αίμα.
μιρουχουρίζου [ < αρχ. ημέρα + αρχ. χωρίζω ] χωρίζω για μία ημέρα τα μικρά ζώα που βυζαίνουν.
νουματίζου [ < αρχ. όνομα ] δίνω όνομα σε κάποιον.
ξαλουνίζου [ < αρχ. εκ + αρχ. άλως “αλώνι” ] τελειώνω το αλώνισμα.
ξιρουσπέρνου [ < αρχ. ξηρός + αρχ. σπείρω ] σπέρνω σε ξερό χωράφι.
παραβρουμίζου [ < αρχ. παρά + αρχ. βρωμα,το “τροφή” ] (επί αλιείας) μαλαγρώνω.
παραθουριάζου [ < αρχ. παρά + αρχ. θεωρία “παρατήρηση” ] χλωμιάζω.
παρακ^λώ [ < αρχ. παρά + αρχ. κυλίω ] καθυστερώ, αναβάλλω.
ρουματίζουμ [ < αρχ. όραμα ] ονειρεύομαι.
σ^ κ^λουψουφώ [ < αρχ. σκύλος + αρχ. ψοφέω ω “κροτώ” ] (επί ανθρώπου)(μτφρ.) πεθαίνω σαν σκυλί.
τραπουδίζου [ < αρχ. τρίπους ] 1.δένω τα τρία πόδια του ζώου προκειμένου να το ανατρέψω, 2.(μτφρ.) βάζω τρικλοποδιά.
φαγγρίζου [ < αρχ. φάγρος ] ανοίγω τα μάτια μου σαν του φαγγριού.
χαμουβλέπου [ < αρχ. χαμαί + βλέπω ] περπατώ κοιτάζοντας χαμηλά.
χ^νάζ^ [ < αρχ. ίχνος ] (επί ανέμου)(απρόσ.) φυσά σιγανά και αθόρυβα.
2. ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ
αβατουριά [ < αρχ. βάτος + αρχ. όριον ] αδιάβατος φράκτης από βάτους.
αθρασκούφη [ < αρχ. ανθρακιά “σωρός από αναμμένα κάρβουνα” + αρχ. κουφος “ελαφρύς” ] μείγμα στάχτης και κάρβουνων αναμμένων.
ανιγάλλιασ^ [ < αρχ. ανά + αρχ. αγάλλομαι ] αγαλλίαση.
ανιρρούσα [ < αρχ. αναρρέω “ρέω προς τα πίσω” ] παλιρροιακό κύμα.
βαρθαλαμίδι [ < αρχ. παρά + αρχ. θάλαμος ] θυρίδα σεντουκιού.
βριχτούρα [ < αρχ. βρέχω ] ματσάκι βασιλικού για ράντισμα.
γαλάριου [ < αρχ. γάλα ] ζώο που αρμέγεται.
δαυλίτς [ < αρχ. δαυλός ] είδος αρρώστιας των σιτηρών.
ίλαμμους [ < αρχ. ιλύς “λάσπη” + αρχ. άμμος ] τόπος από άμμο και λάσπη.
καθίστρις [ < αρχ. καθίζω ] μέρος του αργαλειού.
καμός [ < αρχ. καίω ] καημός.
καρδάρι [ < αρχ. κάδος ] ξύλινο δοχείο για άρμεγμα.
κλώστς [ < αρχ. κλώθω ] σιδερένιο αδράχτι.
λαδουπάν^ [ < αρχ. ελαία + αρχ. πήνος “ύφασμα” ] ύφασμα όπουλίγο μωρό κατά το βάπτισμα.
λασ^ιά [ < αρχ. λάσιος “δασύτριχος” ] πυκνή πλεξούδα.
λιβρουδόχ^ [ < αρχ. άλευρον + αρχ. δόχη ] δοχείο όπου χύνεται το αλεσμένο αλεύρι.
μαλαθρόρζα [ < αρχ. μάραθος + αρχ. ρίζα ] ρίζα του μάραθου.
μηρουμήνια [ < αρχ. ημέρα + αρχ. μήν ] οι δώδεκα πρώτες ημέρες του Αυγούστου.
μπρόφλιου [ < αρχ. πρό + αρχ. φλιά “παραστάδα πόρτας” ] είσοδος φούρνου.
νιάπιτρου [ < αρχ. εννέα + αρχ. πέτρα ] είδος παιχνιδιού.
ξιρόλακκους [ < αρχ. ξηρός + αρχ. λάκκος ] λάκκος χωρίς νερό.
ξιρουτύρι [ < αρχ. ξηρός + αρχ. τυρός ] ξερό τυρί.
παραγιός [ < αρχ. παρά + αρχ. υιός ] νεαρός υπάλληλος.
παρακόρη [ < αρχ. παρά + αρχ. κόρη ] νεαρή υπάλληλος.
πάρους, το [ < αρχ. περάω ω ] πέρασμα.
προυτόδραμου [ < αρχ. πρώτος + αρχ.δραμειν “τρέχωt; ] η πρώτη ρακή που χύνεται από το αποστακτήριο.
ρουπακουβάλανου [ < αρχ. ρώπαξ + αρχ. βάλανος ] άγριο βελανίδι.
ρουστάσ^ [ < αρχ. όρος + αρχ. στάσις ] πέτρες τιθέμενες ως όριο ανάμεσα σε δύο χωράφια.
σ^κιόγαλου [ < αρχ. συκέα + αρχ. γάλα ] γάλα συκιάς.
σουπάτι,το [ < αρχ. έσω + αρχ. πάτος ] εσωτερικό μπάλωμα τσαρουχιού.
φουρισ^ίμι [ < αρχ. φορέω ω ] φόρεμα.
φουρτουτήρα [ < αρχ. φόρτος ] ξύλο διχαλωτό για φόρτωμα ζώου.
χλιαρουπίρουνα [ < αρχ. κοχλίας + αρχ. περόνη ] κουταλοπίρουνα.
χράδι [ < αρχ. χροιά “το χρώμα της επιφάνειας” ] χρωματιστό νήμα.
ψ^μόγαλου [ < αρχ. όψιμος + αρχ. γάλα ] το τελευταίο γάλα.
ψ^χουπαίδι [ < αρχ. ψυχή + αρχ. παίς ] θετό παιδί.
3. ΕΠΙΘΕΤΑ 25
άβγαλτους [ < αρχ. εκβάλλω ] (μτφρ.) άπειρος.
αβγουρούφτους [ < αρχ. ωό + αρχ. ροφώ ] (μτφρ.) ευαίσθητος.
αγιουτικός [ < αρχ. άγιος ] ο προσποιούμενος τον άγιο.
βαλαν^διάρς [ < αρχ. βάλανος ] (μτφρ. υβρ.) βρωμιάρης.
γαλουκαμένους [ < αρχ. γάλα + αρχ. καίω ] καχεκτικός από έλλειψη γάλακτος.
διαβουλ^κός [ < αρχ. διάβολος “συκοφάντης” ] πονηρός, σατανικός.
ζντιρουκέφαλους [ < αρχ. σίδηρος + αρχ. κεφαλή ] (μτφρ.) απόλυτα υγιής.
κατρέλ^ς [ < αρχ. κατουρέω ω ] αυτός που κατουριέται πάνω του.
κατακουφτός [ < αρχ. κατακόπτω ] διαμελισμένος.
κατανέους [ < αρχ. κατά + αρχ. νέος ] ο πολύ νέος.
λ^γουδέκατους [ < αρχ. ολίγος + αρχ. δέκα ] πολύ αδύνατος.
μαυρουδέματους [ < αρχ. αμαυρός + αρχ. δέμας ] σκουρόδερμος.
μαυρουμέλανους [ < αρχ. αμαυρός + αρχ. μέλας ] μαύρος από το ξύλο ή το κρύο.
ξέχουρους [ < αρχ. εκ + αρχ. χωρίζω ] χωριστός.
ξινουμιρίτς [ < αρχ. ξένος + αρχ. μέρος ] ξενόφερτος.
ουλόγρους [ < αρχ. όλος + αρχ. υγρός ] ολότελα βρεγμένος.
πατσ^ιουμύτς [ < αρχ. πατέω ω + αρχ. μύτις ] ο έχων πλακουτσωτή μύτη.
πιτραδιάρς [ < αρχ. πέτρα ] ο γεμάτος πέτρες.
σκουλιανός [ < αρχ. σχολή “αργία” ] γιορτινός.
σκουρδόπστους [ < αρχ. σκόροδον + αρχ. πιστός ] (μτφρ. ειρων.) ο ανάξιος εμπιστοσύνης στον έρωτα.
τιτράγιρους [ < αρχ. τέτταρα + αρχ. υγιηρός ] πολύ ανθεκτικός.
φανταμένους [ < αρχ. φαντάζομαι ] υπερόπτης.
χ^μουνιάτς [ < αρχ. χειμών ] χειμερινός.
χλιμπόν^ς [ < αρχ. πνεύμων ] κιτρινιάρης.
χοιρνίτικους [ < αρχ. χοίρος ] ο κατασκευασμένος από δέρμα χοίρου.
ψ^υγμένους [ < αρχ. ψύχω ] αργοκίνητος λόγω ψύξης.
4. ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ
έδαυτους [ < αρχ. ιδού + αρχ. αυτός ] αυτός.
έδικειος [ < αρχ. ιδού + αρχ. εκεινος ] εκείνος.
εϊτέτοιους [ < αρχ. ιδού + αρχ. τοιος ] τέτοιος.
εϊτόσους [ < αρχ. ιδού + αρχ. τόσος ] τόσος.
εϊτούτουνους [ < αρχ. ιδού + αρχ. ούτος ] αυτός εδώ.
εϊτούτους [ < αρχ. ιδού + αρχ. ουτος ] αυτός εδώ.
νάδαυτους [ < αρχ. ηνί + έδαυτος ] αυτός.
νάδικειος [ < αρχ. ηνί + έδικειος ] εκείνος.
ναϊτέτοιους [ < αρχ. ηνί + εϊτέτοιος ] τέτοιος.
ναϊτόσους [ < αρχ. ηνί + εϊτόσος ] τόσος.
ναϊτούτους [ < αρχ. ηνί + εϊτούτος ] αυτός εδώ.
5. ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ
έδαυτου [ < αρχ. ιδού + αρχ. αυτου ] σε αυτό το μέρος.
έδικει [ < αρχ. ιδού + αρχ. εκει ] σε εκείνο το μέρος.
ιξαρχής [ < αρχ. εκ + αρχ. αρχή ] εξαρχής, από την αρχή.
νάδαυτου [ < αρχ. ηνί + έδαυτου ] σε αυτό το μέρος.
νάδικει [ < αρχ. ηνί + έδικει ] σε εκείνο το μέρος.
σ^ιάδικει [ < αρχ. ίσος + έδεκει ] προς τα εκεί.
σ^ιαδώ [ < αρχ. ίσος + αρχ. εδώ ] προς τα εδώ, εδώ κοντά.
σ^ιακάτ [ < αρχ. ίσος + αρχ. κάτω ] προς τα κάτω.
σ^ιαμέσα [ < αρχ. ίσος + αρχ. μέσος ] προς τα μέσα.
σ^ιαόξου [ < αρχ. ίσος + αρχ. έξω ] προς τα έξω.
σ^ιαπάν [ < αρχ. ίσος + αρχ. επάνω ] προς τα επάνω.
σ^ιαπέρα [ < αρχ. ίσος + αρχ. πέρα(ν) ] προς τα πέρα.
2.2.2.2. Έμμεσες λέξεις μερικής (ή τμηματικής) Α.Ε. προέλευσης
1. ΡΗΜΑΤΑ
ασπρουγανιάζου [ < λατ. asper “τραχύς” + αρχ. γανόω ω “λάμπω” ] ξεθωριάζω.
κουρνουβιγλίζου [ < αρχ. κορώνη + λατ. vigilia “σκοπιά”] (μτφρ.) κοιτάζω ανόητα.
μπικρουπίνου [ < τουρκ. bekri + αρχ. πίνω ] πίνω πολύ και μεθώ.
ξικαπλαντίζου [ < αρχ. εκ + τουρκ. kaplamak “περικαλύπτω” ] αφαιρώ το κάλυμμα του παπλώματος.
ξιρουγλιντώ [ < αρχ. ξηρός + τουρκ. eğlenmek “διασκεδάζω” ] τρώγω ή πίνω αργά για να το απολαμβάνω.
ξιτσουμπανιάζου [ < αρχ. εκ + τουρκ. çoban ] κλέβω, διαλύω το κοπάδι κάποιου.
τζ^γκνουμιτρώ [ < τουρκ. Çingene “Tσιγγάνος” + αρχ. μετρέω ω ] μετρώ με τσιγκουνιά.
2. ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ
βαριουτσουμπάνς [ < αρχ. βαρύς + τουρκ. çoban ] βοσκός με μεγάλο κοπάδι.
βρακουζών^ [ < λατ. braca + αρχ. ζώνη ] το κορδόνι που δένει το βρακί.
βρακουπόδι [ < λατ. braca + αρχ. πούς ] μπατζάκι.
γαζόλαμπα [ < γαλλ. gaz “αέριο” + αρχ. λάμπω ] λάμπα πετρελαίου.
διαγουρτουπτιά [ < τουρκ. yoğurt + αρχ. πηκτός ] γιαούρτι που χρησιμοποιείται για μαγιά.
θειαφουντινικές [ < αρχ. θείον + τουρκ. teneke ] τενεκές για θειάφισμα.
κατσ^βιλόγαμους [ < ιταλ. cativello + αρχ. γάμος ] γύφτικος γάμος.
καφόμπλους [ < αραβ. kahva + αρχ. μύλη ] μύλος του καφέ.
λαδουκούμαρου [ < αρχ. ελαία + λατ. cucuma ] πήλινο σκεύος με το οποίο βγάζουν το λάδι από τα δοχεία.
λαδουντόλαπους [ < αρχ. ελαία + τουρκ. dolap ] ντουλάπι όπου βάζουν τα λάδια.
λακκουσαγίτα [ < αρχ. λάκκος + λατ. sagitta ] σαγίτα αργαλειού.
ματουκάπακου [ < αρχ. ομμάτιον + τουρκ. kapak ] βλέφαρο.
μιλ^σσουπούλ^ [ < αρχ. μέλισσα + λατ. pullus ] σμήνος μελισσιού.
μουνόσ^πτου [ < αρχ. μόνος + λατ. hospitium ] σπίτι αποτελούμενο από ένα δωμάτιο.
πουρδουράκ^ [ < αρχ. πορδή + ινδ. arrak “οινόπνευμα από ρύζι” ] αδύνατο ρακί.
τζ^ακότοιχους [ < τουρκ. ocak + αρχ. τοίχος ] τοίχος όπου βρίσκεται το τζάκι.
χαλβαδόπτα [ < τουρκ. helva + αρχ. πηκτός ] πίτα από χαλβά.
3. ΕΠΙΘΕΤΑ
διπλουκάνατους [ < αρχ. διπλους + τουρκ. kanat “φτερό” ] (επί πόρτας ή παραθύρου) ο έχων διπλά φύλλα.
μαντλουδιμένους [ < λατ. mantelium / mantilium + αρχ. δέω ] ο φέρων μαντήλι στο κεφάλι.
μπουρτσ^λουχουμένους [ < τουρκ. borç “χρέος” + αρχ. χώννυμι ] χωμένος στα χρέη, καταχρεωμένος.
3. Επίλογος
Τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την παρούσα μελέτη καθώς επίσης και τα συμπεράσματα που δύνανται να εξαχθούν από αυτήν είναι, πιστεύουμε, ιδιαίτερα χρήσιμα και σημαντικά κυρίως από απόψεως γλωσσικής και ιστορικής 26.
Έτσι, μέσω της κατάδειξης της Α.Ε. προέλευσης ορισμένων λέξεων του Ι.Ι. και των αναμενόμενων, μέσα από το πέρασμα των αιώνων, διαφορών και μεταβολών που έχουν επέλθει σε επίπεδο τόσο μορφο φωνολογικό όσο και σημασιολογικό επιτυγχάνεται η προβολή της θαυμαστής δημιουργικής ικανότητας που χαρακτηρίζει τους φυσικούς ομιλητές του Ι.Ι., της Ν.Ε. αλλά και της γλώσσας γενικότερα δείχνοντας ίσως με τον εναργέστερο τρόπο την σύζευξη που επιτυγχάνεται ανάμεσα στις δύο αντιθετικές δυναμικές που ενυπάρχουν πάντοτε και αλληλοεπιδρούν σε κάθε γλώσσα: της διατήρησης και της μεταβολής 27 συγχρόνως των γλωσσικών στοιχείων στα πλαίσια μίας γλωσσικής κοινότητας για την κάλυψη των κάθε είδους επικοινωνιακών αναγκών 28, ενώ συγχρόνως καταδεικνύεται η ιδιαίτερη φύση και προβάλλεται η ξεχωριστή προσωπικότητα της κάθε λέξης μέσα από την μελέτη των διαφόρων μορφών από τις οποίες αυτή έχει περάσει.
Το πιο σημαντικό, όμως, είναι η απόδειξη της γλωσσικής και ως εκ τούτου και ιστορικής συνέχειας του Ι.Ι. από την αρχαιότητα έως τις μέρες μας καθώς και η ανάδειξη του Α.Ε. σφρίγους και μεγαλείου που ενυπάρχει σε κάθε μία από τις ως άνω λέξεις πίσω από τις πάσης φύσεως μορφο φωνολογικές και σημασιολογικές μεταβολές.
Τέλος, μέσα από την ως άνω εξέταση μέρους της ιστορίας του Ι.Ι. διευκολύνεται η πληρέστερη μελέτη της ιστορίας της Ν.Ε. γλώσσας, ενώ παράλληλα προβάλλεται η αδιάσπαστη πορεία και συνέχεια αυτής, αχώριστο τμήμα της οποίας αποτελούν τα ΝΕ γλωσσικά ιδιώματα.
– Η παρούσα μελέτη εκφωνήθηκε ως ανακοίνωση στα πλαίσια του 4ου Διεθνούς Συνεδρίου Νεοελληνικής Διαλεκτολογίας που πραγματοποιήθηκε στις 6-8 Δεκεμβρίου 2001 στην Ακαδημία Αθηνών και δημοσιεύτηκε στα πρακτικά αυτού (τ. 4, 2003, Αθήνα). Το παρόν κείμενο, επί της ουσίας, διαφέρει μόνον ως προς την προσθήκη ορισμένων συμβόλων για την πληρέστερη κατάδειξη της προφοράς των λέξεων του Ιμβριακού Ιδιώματος και την διόρθωση ορισμένων τυπογραφικών λαθών για τα οποία ευθύνεται ο γράφων.
– Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι η εργασία αυτή είναι εξαντλητική σχετικά με την παρουσία αρχαϊκών στοιχείων στο Ιμβριακό Ιδίωμα. Ωστόσο, ο γράφων θα ήταν ευτυχής εάν αυτή μπορούσε να συμβάλλει σε μια πιθανή μελλοντική, εκτενή και κατά το δυνατόν εξαντλητική μελέτη του θέματος αυτού.
Ο κ. Τζαβάρας Ξενοφών είναι Κλ. Φιλόλογος και Γλωσσολόγος