Η Μεγάλη Πέμπτη
Πολύ σημαντική ήταν για τους Ιμβρίους η Μεγάλη Βδομάδα. Γεμάτοι δέος, πίστη και κατάνυξη πήγαιναν στην Εκκλησία και προσευχόταν ευχαριστώντας τον Κύριο για το έλεός του. Την Μεγάλη Πέμπτη οι γυναίκες έβαφαν τα κόκκινα αβγά και γι’ αυτό την έλεγαν και Κόκκιν’ Πέφτ’. Τα αβγά τα έβαφαν από την ρίζα του φυτού μπουγιά, την οποία έλεγαν ρ’ζάρ’. Τα έβαφαν κόκκινα για να συμβολίζουν το αίμα του Χριστού που σταυρώθηκε καθώς και το αίμα από την καρδιά της Παναγίας που έκλαιγε για τον γιο της.
Ένα από τα κόκκινα αβγά το κρατούσαν καθ’ όλη την διάρκεια του χρόνου φυλαγμένο στο εικονοστάσι. Αυτό το θεωρούσαν ως σύμβολο της γονιμότητας και το έβαζαν πάνω στην κοιλιά είτε της στείρας γυναίκας για να κάνει παιδί είτε της δύστοκης για να γεννήσει εύκολα είτε εκείνης που φοβόταν μήπως αποβάλει.
Παλιότερα, το βράδυ της Κόκκιν’ς Πέφτ’ς στόλιζαν ένα φαναράκι με βάγιες και έβγαιναν στους δρόμους λέγοντας το παρακάτω τραγούδι:
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα τ’ άστρα θλίβονται και το φεγγάρι κλαίγει.
Πάει στη μάνα του ο γιος θολός και βουρκωμένος
κι η μάνα του τον ερωτά κι η μάνα του του λέει.
– Γιε μου, με τ’ άστρα μάλωσες, γιε μου, με το φεγγάρι,
γιε μου, με τον αυγερινό, που πάει και βασιλεύει;
– Μηδέ με τ’ άστρα μάλωσα, μηδέ με το φεγγάρι,
μηδέ με τον αυγερινό που πάει και βασιλεύει.
Τη νύχτα, τα μεσάνυχτα και τη βαθιά αυγίτσα,
ακούει τις πόρτες που χτυπούν και τα κλειδιά γυρίζουν.
– Ποιος είν’ αυτός, όπου χτυπά την πόρτα μου και τα κλειδιά γυρίζει;
– Εγώ ‘μαι ο Απόστολος ο πρώτος μαθητής σου.
– Δεν είσαι συ ο Απόστολος και πρώτος μαθητής μου,
μόν’ είσαι συ ο διάβολος κι ήρτες να με προδώσεις.
Εμείς οι τρεις, οι τέσσερις κι οι άλλοι δεκατέσσερις
την πόλη τη γυρίσαμε, το βασιλέ δεν ήβραμε.