Γαμήλια έθιμα της Ίμβρου – Γαμήλια Αρτοποιήματα
«ΤΑ ΚΛΙΚΙΑ»
Τα «κλίκια» (βυζαντινά κουλίκια) είναι ένα είδος γλυκού , καλύτερα, ένα είδος γλυκού ψωμιού. Παρασκευάζονται από ζυμάρι, ζάχαρη, λάδι και μαστίχα και ψήνονται στον ίδιο φούρνο πού ψήνονται και τα άλλα ψωμιά του γάμου. Από το πάνω μέρος τα στολίζουν με τρία «π’λούδια», ομοιώματα δηλαδή πουλιών, πού τα κάνουν επίσης από ζυμάρι. Πιστεύουν, ότι το πουλί φέρνει την ευτυχία.
Το πλάσιμο των «κλικιών» δεν είναι εύκολο πράγμα. Χρειάζεται μαεστρία και πολλή επιδεξιότητα. Γι’ αυτό ορισμένες μόνο γυναίκες φημίζονται για το γρήγορο και επιδέξιο πλάσιμο «κλικιών».
Τα «κλίκια», όπως και τις «φουρνόπ’τις», πριν τα στείλουν για κάλεσμα τα αλείφουν από πάνω με μέλι. Επειδή δε, όπως και παραπάνω έγινε λόγος, με «κλίκια» προσκαλούν τους στενούς συγγενείς, όταν κάποιος επισκέπτεται έναν άλλο σε ακατάλληλη ώρα, λόγου χάρη πολύ πρωί, συνηθίζουν να λένε ειρωνικά την εξής παροιμιώδη φράση: «τού κλίκ’ σι στείλαν κι’ ήρθις προυΐ προυΐ;».
Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι, μολονότι και τα «κλίκια» και οι «φουρνόπ’τις» και όλα τα άλλα ψωμιά και γλυκά του γάμου ψήνονται όλα μαζί την Παρασκευή, οι «φουρνόπ’τις» μοιράζονται την ίδια μέρα, αμέσως μετά το ψήσιμο, ενώ τα «κλίκια» την άλλη μέρα, το Σάββατο.
ΤΑ «ΜΙΛΟΥΜΕΝΑ ΚΛΙΚΙΑ»
Την Παρασκευή μαζί με τα άλλα γλυκά και ψωμιά ετοιμάζουν και τα τρία «μιλουμένα κλίκια». Τα «μιλουμένα κλίκια» μοιάζουν με μικρά στρογγυλά ψωμιά και τα λένε «μιλουμένα», επειδή τα αλείφουν από πάνω με μέλι, μολονότι και τα άλλα, όπως πιο πάνω έγινε λόγος, τα αλείφουν, πριν τα μοιράσουν, με μέλι. Αυτά τα τρία «μιλουμένα κλίκια» έχουν ειδικό προορισμό. Τη Δευτέρα μετά το γάμο τα παίρνει η νύφη και τα πηγαίνει στις τρεις γεροντότερες γυναίκες του χωριού και δίνει σε καθεμιά από ένα. Η κάθε γριά παίρνοντας το «μιλουμένου κλίκ’», τής εύχεται: «πολύχρουν’, τα χρόνια μ’ να πάρ’ς».
«ΤΟΥ ΚΛΙΦΤΟΥΨΩΜ’»
Μόλις βγάλουν από το φούρνο τις «φουρνόπ’τις», «μι ντούν ίδιου ντού φουρνητό», χωρίς δηλαδή να ξανακάψουν το φούρνο, μιά και διατηρεί ακόμη την απαραίτητη πύρα, βάζουν για ψήσιμο τα ψωμιά. Μπροστά μπροστά, προς την πόρτα του φούρνου, βάζουν μέσα σ’ ένα ταβά το «κλιφτουψώμ’», το ειδικό γλυκό ψωμί για το οποίο έγινε λόγος πιο πάνω. Από την ώρα πού θα βάλουν στο φούρνο το «κλιφτουψώμ’», ως την ώρα πού θα ψηθεί, η νοικοκυρά ή μια άλλη γυναίκα κάθεται κοντά στο φούρνο και το «φυλάγει» να μη το κλέψουν. Όταν ψηθεί—το «κλιφτουψώμ’»—, φεύγει αυτή η γυναίκα, ό φύλακας, να πούμε, του φούρνου και τότε αγόρια και κορίτσια, τρέχοντας με φωνές και τραγούδια, πηγαίνουν και «κλέβουν» το ειδικό αυτό ψωμί, πού γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο το λένε «κλιφτουψώμ’». Το πηγαίνουν ύστερα στο σπίτι τής νύφης (εφόσον πρόκειται για το «κλιφτουψώμ’» της νύφης), το κόβουν σε μικρά κομμάτια, τα αλείφουν από πάνω με μέλι και μετά τα μοιράζουν στους ελευθέρους και τις ελεύθερες του χωριού «για να πάρ’ (πάρουν) του γούρ’», για να παντρευτούν δηλαδή γρήγορα. Προτού μάλιστα τα μοιράσουν, συνηθίζουν να στέλνουν ένα κομμάτι από το «κλιφτουψώμ’» του γαμπρού στη νύφη και ένα από της νύφης στο γαμπρό.
Οι ευχές πού συνηθίζουν να λένε οι ελεύθεροι και οι ελεύθερες, όταν παίρνουν το «κλιφτουψώμ’», είναι κατά κανόνα ίδιες μ’ εκείνες πού συνηθίζουν να λένε οι προσκαλούμενοι, όταν παίρνουν τα «κλίκια» και τις «φουρνόπ’τις»: «Η ώρα η καλή» κ.ά.
Την παράξενη και ιδιόρρυθμη συνήθεια να κλέβουν το ψωμί («κλιφτουψώμ’») θα μπορούσαμε ασφαλώς να τη συνδέσουμε με το έθιμο τής αρπαγής τής νύφης, ένα έθιμο πού, όπως γράφει ό καθηγητής τής Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο τής Αθήνας κ. Κ. Ρωμαίος «προβάλλει σα σπονδυλική στήλη, σαν το βασικό αίτιο, σε ποικίλα επεισόδια της αρχαίας μυθολογίας. Ανακρατάει τη μακρυνή της ανάμνηση στη «μιμητική» αρπαγή της νύφης πού γίνεται ακόμα σε μερικά έθιμα του γάμου, ιδίως του νεοελληνικού, όπως παρουσιάζεται στα Ακριτικά τραγούδια, ιδίως στα επεισόδια τής ζωής του Διγενή Ακρίτα… Η καταγωγή του εθίμου αυτού έρχεται από κοινωνίες εθνολογικά πρωτόγονες και στερημένες από ικανή κεντρική διοικητική ασφάλεια».
Πηγή: Α.Σ. Μπαϊκάμης 1979: “Γαμήλια έθιμα της Ίμβρου”, Γ΄ Συμπόσιο Λαογραφίας του Βορειοελλαδικού Χώρου, Θεσσαλονίκη (ΙΜΧΑ): 516-517.